- πρόσχημα
- το, ΝΜΑ [προέχω]πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ' ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.)νεοελλ.φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» — υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην αποκαλύπτονται οι σκοποί μουβ) «αφήνω τα προσχήματα» — μιλώ και ενεργώ απροκάλυπταμσν.-αρχ.1. καθετί που κρατείται μπροστά από κάποιον ή από κάτι, προκάλυμμα («τὸ δὲ σῶφρον τοῡ ἀνάνδρου πρόσχημα», Θουκ.)2. ένδυμααρχ.1. πρόλογος («πρόσχημα δὲ μοι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῡ λόγου», Πλάτ.)2. κόσμημα, στολίδι («Μίλητος... τῆς Ἰωνίης ἦν πρόσχημα», Ηρόδ.)3. (εσφ. ανάγν. στον Ιπποκρ.) εξωτερική όψη ή κατάσταση4. μοναχικό ένδυμα5. (η αιτ. απολ.) με πρόφαση, ψεύτικα («εἰ μὲν χρημάτων χρηίζοντες πρόσχημα ἡμέας ἐξαιτέονται», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.